κτυπήματα

κτυπήματα
κτύπημα
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επτάπληγος — ἑπτάπληγος, ον (Μ) με επτά ή πολύ περισσότερες «πληγές», κτυπήματα, τιμωρίες (α. «ἔπεμψεν ὁ Θεός... ἑπτάπληγον ὀργήν» β. «τὴν τοῡ Κάιν έπτάπληγον τιμωρίαν», Μαλάλ.) …   Dictionary of Greek

  • κτύπημα — και χτύπημα, το (AM κτύπημα) [κτυπώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα τής καμπάνας τόν ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ …   Dictionary of Greek

  • μετρονόμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ρυθμικής αγωγής ενός μουσικού κομματιού. Αποτελείται από ένα κουτί, πυραμιδοειδούς γενικά σχήματος, μέσα στο οποίο υπάρχει ένας ωρολογιακός μηχανισμός, που θέτει σε κίνηση ένα εκκρεμές. Στο κάτω… …   Dictionary of Greek

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

  • γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… …   Dictionary of Greek

  • διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”